Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

To κορίτσι και ο ύπνος


-Μα αφου θέλω τόσο ένα ταίρι, είπε το Πιπινιό

Η κυρία Κίκω σηκώθηκε και την κοιταξε καλά καλά

Τι το θες εσύ το ταίρι; Εσύ είσαι μικρή! 

-Δεν είμαι μικρή.

-Μα αφού δε γνωρίζεις κανέναν εδω γύρω. Πρίν έλεγες, δε θες να 

σου προξενεψουμε κανέναν. Πως θα τον βρείς; 

- Θα βγω στους δρόμους! Θα περπατήσω όσο χρειαστεί. Θα ταξιδέψω μέχρι να τελειωσει η αντοχη μου.

-Μπα; Μα τι είναι τούτο πάλι; Από που το ξεσήκωσες; Εμείς εδώ δεν κάνουμε τέτοια πράγματα..

Το Πιπινιo κοκκίνισε απο τη θλίψη... Ύστερα κοίταξε την κυρία Κίκω

Πως γνώρισες τον παππού εσύ, γιαγιά; 

-Μου τον έφεραν μια μέρα που μάζευα μήλα στο χωράφι. Ήταν νέος και δυνατός. Αμέσως δέχτηκα, σκέφτηκα πως δε θα πεινούσα ποτέ στο πλάι του. 

-Κι η αγάπη; 

-Αυτή ήρθε μετά, με τα χρόνια.

-Μα πως ήξερες πως θα τον αγαπούσες γιαγιά; 

-Δεν το ήξερα. Απλά τον δέχτηκα. Τώρα πια είναι αργά για τέτοιες σκέψεις… 

Το Πιπινιό κοίταξε τη Κίκω με απορία. Τον αγαπάς, γιαγιά; 

-Δε ξέρω. Πάντα έλεγα πως αυτά είναι για τους αλαφροΐσκιωτους. Ζήσαμε δύσκολα χρόνια παιδί μου. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν αν θα έβρισκα κάποιον συνεννοήσιμο

- Ήταν; 

-Μπορώ να πω πως ναι, ειπε η ηλικιωμένη και έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς την πόρτα. Ήταν ώρα ν’ αποσυρθει. Η νύχτα είχε πέσει πια βαριά πάνω απο τα κεφάλια τους. Πριν περάσει το κατώφλι του δωματίου, κοντοστάθηκε και κοίταξε την εγγονή της. Εκεί που ξεκινά το διπλανό χωριό, υπάρχει ένα παλιό, χαμηλό σπιτάκι. Το κατοικεί μια γυναίκα. Λενε πως είναι τόσο μεγάλη που κανείς δε γνωρίζει την πραγματική της ηλικία. Άκουσα πως έχει μαντικές ικανότητες. Μπορείς να τη συμβουλευτείς κι ίσως μάθουμε που θα βρείς το ταίρι που ψάχνεις.  

-Αχ γιαγιά μου, ναι! Είπε το κορίτσι και πετάχτηκε σαν ελατήριο απο τη χαρά της. Να πάμε το συντομότερο. Κι ύστερα έπεσαν να κοιμηθούν. Μα το Πιπινιό δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ανυπομονούσε για την επόμενη μέρα. Κι η επόμενη μέρα έφτασε κι η γιαγιά έφερε το γαϊδουράκι της, το’ζεψαν και πήγαν στη γυναίκα. 


 Όταν έφτασαν, εδεσαν το γαϊδουράκι σ’ ένα δέντρο. Το σπίτι ήταν μικρό και σκοτεινό. Έλεγες πως δεν έμενε κανείς μέσα. Έτσι λοιπον, χτυπησαν την πόρτα χωρίς να έχουν ιδιαιτερες προσδοκίες. Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα και ένα επαναλαμβανόμενο “ντουπ ντουπ”. Η πόρτα άνοιξε κ μια ψηλόλιγνη φιγούρα με χρωματιστά υφάσματα για ρούχα εμφανίστηκε. Ήταν τυφλή. Κρατούσε ένα μπαστουνι από κάποιο μέταλλο που δεν ήξεραν. Δεν έμοιαζε με τους ανθρώπους που είχαν δει ως τότε. Το μόνο γνωριμο πάνω της, ήταν οι βαθιές ρυτίδες που έσκαβαν το πρόσωπό της. Η γυναίκα έκανε χώρο στις απρόσμενες μουσαφίρισσες να περάσουν. Άραγε πόσος χρόνος είχε περάσει απο την τελευταία φορά που κάποιος την επισκέπτηκε; Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της, το μπαστούνι χτύπησε τριγυρω “ντουπ ντουπ”.


 Το Πιπινιό ρώτησε τη γυναίκα όλο αγωνία. Θα έβρισκε κάποιον σύντροφο; Υπήρχε άραγε κάποιος και γι’ αυτήν; 

-Θα γνωρίσεις κάποιον, είπε η γυναίκα. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να κοιμηθείς. Εκείνος θα έρθει και θα σε ξυπνήσει. Θα σε πάρει μαζί του στα ταξίδια του. Θα γυρίσεις τον κόσμο. Όμως να ξέρεις, θα’ ναι δύσκολος άνθρωπος. Με καλή ψυχή μεν, αλλα δύστροπος. Κι εσύ, κάθε φορά θα τον συγχωρείς. Και κάθε φορά που θα τον συγχωρείς, αυτός θα σε αγαπάει λίγο περισσότερο, αλλά εσύ θα τον αγαπάς λίγο λιγότερο. Και θα έρθει μια μέρα που εκείνος θα σ’ αγαπά μ’ όλη την ψυχή του, εσύ ομως δε θα αισθάνεσαι τίποτα πια. Και τότε θα πέσεις σε βαθύ ύπνο ξανά, μα κανείς δε θα μπορεί να σε ξυπνήσει, ουτε ο άντρας σου, ούτε κανείς άλλος, μέχρι μια μέρα να αποφασίσεις να ξυπνήσεις μόνη σου. Το Πιπινιό κοίταξε τη γιαγιά της κι ύστερα τη γυναίκα. Θα κοιμηθώ, είπε. Θα τον γνωρίσω και δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ. 


Κι έτσι το κορίτσι έπεσε για ύπνο, ώσπου μια μέρα ένας ταξιδιώτης πέρασε έξω από το σπίτι της. Ζήτησε να φάει και να πιει, μια και περιπλανιόταν μέρες χωρις τροφή και νερό. Κι ύστερα από λίγο την είδε που κοιμόταν, και του φάνηκε όμορφη σαν άγγελος. Την πλησίασε, άθελα του την άγγιξε και το κορίτσι ξύπνησε. Έφυγαν μαζί για να συνεχίσουν το ταξίδι. Ήταν ευτυχισμένοι, ο καιρός περνούσε. Στην αρχή όλα ήταν εύκολα και τα ταξίδια όμορφα. Κάπου κάπου σταματούσαν σε κάποιον καινούριο τόπο και έπιαναν δουλειά. Μάζευαν μερικά χρήματα κι αργότερα συνέχιζαν. Έτσι, πέρασε ένας χρόνος και το κορίτσι έμεινε έγκυος. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, μερόνυχτα γλεντούσαν χωρίς να λογαριάζουν αϋπνία ή κούραση.Ήρθε όμως μια στιγμή, που για κακή τους τύχη, η κοπέλα απέβαλε. Οι μήνες κυλούσαν μουντά από εκει και πέρα.. Εκείνος άρχισε να πίνει για να πνίξει τον πόνο, μα όσο έπινε τόσο πιο δύσκολος γινόταν. Όμως το κορίτσι δε μιλούσε, μόνο τον συγχωρούσε. Και κάθε φορά που τον συγχωρούσε, εκείνος την αγαπούσε ολο και περισσότερο, μα η καρδιά της μίκραινε. Έφτασε, λοιπόν, μια μέρα που η καρδιά του κοριτσιού μίκρυνε τόσο, που έφτασε το μέγεθος μιας φακής. Τότε, το Πιπινιό έγειρε λυπημένο στο κρεβάτι του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο. Πέρασαν μέρες, ο άντρας της κόντεψε να τρελαθεί από τη λύπη του. Φωναξε και παρακάλεσε, κλαιγοντας, σοφούς και διάσημους γιατρούς να τη βοηθήσουν να συνέλθει. Μα κανείς δε μπορούσε να την ξυπνήσει, αφού το Πιπινιό, είχε αποφασίσει να κοιμηθεί, μέχρι που η καρδιά της να γεμίσει ξανά…                                                                                                                                                 



Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Είκοσι Φλεβάρη Δυο Χιλιάδες Άπειρο

 

I. Είκοσι Φλεβάρη Χιλια Εννιακόσια εννενήντα


Έχω ένα κεφάλι. Έχω μάτια, έχω μύτη, έχω αυτιά. Δεν έχω στόμα. Όταν δεν έχεις κάτι να πεις, το στόμα δεν έιναι χρήσιμο. Έτσι κι αλλιώς δε συνηθίζω να μιλάω πολύ. Η έκφρασή μου μιλάει καλύτερα από 'μένα. Ίσως και να μην ήμουν και τόσο επιθυμητή αν μιλούσα.

Ο πόνος που συσσωρεύεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού  μου (εκεί, λιγο πιο πάνω απ' τα μάτια) είναι ανυπόφορος. Αν μπορούσα να το πω κι αλλιώς, θα έλεγα πως είναι απαράδεκτος. Αν ήμουν πόνος, θα σνόσμπαρα πατόκορφα τούτον εδώ κι ούτε που θα γύριζα να τον κοιτάξω. Εγώ θα ήμουν αυτοδημιούργητος ενώ αυτόν, τον έφεραν κάτι κωλομικρόβια... ! 

Κοιτώ γύρω μου ("Κοιτώ", τι περίεργη λέξη αλήθεια.  Θα έλεγα πως με το πρώτο άκουσμα θυμίζει πουλί. Ένα είδος πτηνού με φανταχτερά φτερά και λοφίο. Από την άλλη θα μπορούσε να ήταν και όνομα :
- Πως σε λένε ; Ρωτησε ο σερβιτόρος το κορίτσι 

- Κοιτώ, απάντησε η κοπέλα που ανασκάλευε την τσάντα της

- Αν είχα κι εγώ μια κόρη σαν εσένα θα της έδεινα τ' όνομά σου Κοιτώ )

Τι περίργο δωμάτιο. Τι άσχημοι τοίχοι. Θα τους προτιμούσα διάφανους. Όμορφα άσχημο. Ομορφιά και ασχήμια γίνονται ένα εδώ μέσα, δε ξεχωρίζουν. Μήπως είμαι στ' αλήθεια απαισιόδοξη όπως μου είπε η καθηγήτρια της ιστορίας ; Ίσως είχε δίκιο. Ίσως είμαι απερίγραπτα απαισιόδοξη κι είναι καλύτερα που δεν έχω στόμα. Οι άνθρωποι λένε όμορφα πράγματα συνήθως, εγώ όχι. Η φύση με τιμώρησε.


II. Είκοσι Φλεβάρη Δύο Χιλιάδες


Σήμερα κλείνω τα χίλια διακόσια δεκατρία μου χρόνια. Να με χαίρεστε. Αναρωτιέμαι αν θα καταφέρω να μιλήσω κάποια μέρα. Για την ώρα συνεχίζω να αποδέχομαι την μη ύπαρξη του στόματος μου με κάποια δυσκολία. Ο δάσκαλος τις προάλλες είπε πως θα μείνω έτσι για πάντα. 

Ο πόνος στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου εξαφανίστηκε. Τη θέση του έχει πάρει ένα κλαδί. Είναι ακόμα μικρό και ισχνό, όμως είναι πράσινο. Τα μάτια μου κλαίνε γιατί είναι λυπημένα και τους φωνάζω να σταματήσουν. Ίσως είναι μάταιο να περιμένω να μ' ακούσουν, σπάνια δίνουν σημασία στα λόγια μου. Θα δούμε. 


III. Δεκαεννέα Απρίλη Δύο Χιλιάδες Πέντε.


Τα γενέθλιά μου τον Φεβρουάριο πέρασαν. Αγόρασα μια σαμπάνια και πήγα στη θάλασσα. Στο κάτω μέρος του προσώπου μου έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια τρύπα, τη σαμπάνια όμως δε μπόρεσα να την πιώ. Η τρύπα είναι πολύ μικρή ακόμα κι οι σταγόνες δε χωρούν να περάσουν. Ένας παππούς μου είπε πως αυτο το ποτό δεν είν' ωραίο και να μη στενοχωριέμαι. Αναρωτιέμαι αν σε περίπτωση που ποτέ μιλήσω, αρχίσω να λέω όμορφα λόγια σαν τους περισσότερους. Το κλαδί στο κεφάλι μου θα προσπαθήσω να το κόψω. Το βρίσκω αντιαισθητικό και δε νομίζω να έχει κάποια χρησιμότητα. 


IV. Οκτώ Γενάρη Δύο Χιλιάδες Οκτώ


Το κλαδί στο κεφάλι μου μεγάλωσε κι άλλο. Προσπάθησα να το ξεριζώσω κι αυτό θύμωσε. Είπε πως έχει αποφασίσει να εγκατασταθεί στο μέτωπό μου και πως δεν πρόκειται ν' αλλάξει γνώμη. Είπε πως στο κεφάλι μου έχει πολυ εύφορο έδαφος. Έβγαλε μάλιστα και φύλλα. Πρέπει να προσέχω μην τυχόν φυτρώσει κι άλλο. Το στόμα μου έχει μεγαλώσει. Κατάφερα να πιω σαμπάνια με καλαμάκι. Ο γέρος είχε δίκιο, είναι απαίσια. 


V. Τριάντα Αυγούστου Δύο Χιλιάδες Δέκα.


Δοκίμασα να φάω. Είναι ακόμα πολύ δύσκολο. Το στόμα μου είναι πολύ μικρό και δεν έχω δόντια. Κατάφερα όμως να βγάλω για πρώτη φορά μερικούς ήχους. Ίσως σε δέκα χρόνια από τώρα να μιλάω κανονικά. Το κλαδί στο κεφάλι μου δε βγαίνει. Όταν δοκίμασα να το κόψω έβαλε τα κλάματα λέγοντας πως έιμαι η πιο αχάριστη γυναίκα στον κόσμο. Προσβλήθηκα. Αναρωτιέμαι μήπως έχει κάποια σχέση με το στόμα μου. 


VI. Εννιά Μαϊου Δύο Χιλιάδες Δεκαοκτώ.


Το κλααδί έβγαλε όμορφα λουλούδια. Αποφάσισα να πάω στο γιατρό. Είπε πως είναι φαινόμενο ανεξήγητο και πως δε διορθώνεται με πλαστική. Γνώρισα έναν άντρα. Είναι όμορφος αλλά δεν έχει αυτιά. Αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε ποτέ ν' ακούσει κάποιον. Ίσως τ' αυτιά του να είναι παρόμοια περίπτωση με αυτή του στόματός μου. Μου έχουν φυτρώσει τρία δόντια και μπορώ να προφέρω μικρές λέξεις. Χθες έφαγα για πρώτη φορά ένα μπισκότο. Μου άρεσε. 


VII. Είκοσι Φλεβάρη Δύο Χιλιάδες Εικοσιοκτώ.


Το κλαδί μου έβγαλε κόκκινους μικρούς καρπούς. Ο άντρας χωρίς αυτιά έκοψε έναν και τον έφαγε. Είπε οτι ήταν πολύ νόστιμος και πως ίσως καταφέρει να ακούσει κάποια μέρα. Το στόμα μου μεγάλωσε. Μιλάω και τρώω κανονικά μου λείπει όμως ένα δόντι. Γνώρισα ένα αγόρι, είναι στην ηλικία μου. Τα μάτια του είναι μικρά και μοιάζει με ποντίκι. Είπε οτι είμαι άσχημη. Ύστερα έφαγε έναν καρπό απ' το κλαδί μου κι είπε οτι ήταν πικρός. Έχω αρχίσει να μπερδεύομαι για το τι ισχύει και τι όχι. Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου. Μεγάλωσα μια μέρα κι ένα εκατοστό.


VIII. Εικοσιδύο Οκτώβρη Δυο Χιλιάδες Τριάντα.


Οι άνθρωποι δοκίμασαν να κόψουν το κλαδί στο κεφάλι μου. Με κατηγόρησαν πως λέω δυσάρεστα πράγματα. Πρέπει να προσέχω. Είναι θυμωμένοι κι ο άντρας χωρίς αυτιά άρχισε ν' ακούει. Φοβάμαι.


IX. Εικοσιοκτώ Αυγούστου Δύο Χιλιάδες Άπειρο.


Το κεφάλι μου είναι μικρό και το κλαδί μου σπασμένο. Ίσως κάποτε με σκοτώσουν κι ύστερα μ' ανακηρύξουν αγία. Φοβάμαι. Ο άντρας που άρχισε ν' ακόυει μου είπε να κάνω υπομονή. Είναι ο μόνος που καταλαβαίνει τη γλώσσα μου. Το δόντι μου φύτρωσε.


X. Εικοσιοκτώ Σεπτεμβρίου Δύο Χιλιάδες Άπειρο.


Ο άντρας έχασε την ακοή του. Είπαν πως οι μέρες μου είναι μετριμένες. Το κλαδί μου κλαίει.  Ειναι φανερό πως θα μ' ανακηρύξουν αγία κάποτε. 






(Φεβρουάριος 2004)













Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Ανάσα


Σοκαρει ο ερωτας οταν μενει ανειπωτος.. 
Οι σκεψεις στήσαν κάγκελα 
Το στέρνο ασφυκτιά

Ένταση δίχως νόημα 
και άδηλα όνειρα

Το άγγιγμα του νου σου ποταπό
Τα δάχτυλα σου στο 
κορμί μου βουβές χίμαιρες

Το τέλος απότομο
σαν ξυπνημα απο εφιάλτη

Ίσως τελικά ο λόγος σου να 
μη μετρά και τόσο. 
Το πόνημα βαρύ μα ποιο το νόημα.. ;
























Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Συγγενείς πρώτου βαθμού



Πως να σου μιλήσω για όλα, όσα μου συμβαίνουν ;
Κουράστηκα και ήρθε φουριόζα η νύχτα.
Το σκοτάδι τρυπώνει στα ρούχα μου.
Κάθε τόσο το παρακολουθώ μ' αμηχανία.
Θέλω να σπάσω τη σιωπή που μου φωνάζει  
"Σκέφτεσαι πολύ. Σταμάτα. 
Για ποιο ρευστό συναίσθημα θες 
να μιλήσουμε, ποιούς φόβους" ;
Κι η ησυχία εκκωφαντική, τόσο βουβή που νομίζω 
πως ακούω τον ψίθυρό της. 

Δώσε μου μια απάντηση για όλα.
Εσύ έζησες πολύ. ξέρεις τα πάντα. 
Εγώ πάλι τίποτα.
Είμαι μικρή, πολύ μικρή. 
Δεν θέλω να μεγαλώσω.
Θα μείνω εδώ γαντζωμένη στα πόδια σου.
Ένα κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο 
στην πρώτη τάξη. Αρνούμαι να μάθω 
να διαβάζω μόνη. Εσύ, μια μου δείχνεις το πώς,
μια όχι και μια ίσως. Ύστερα μου λες, δεν 
ξέρεις να διαβάζεις. Γελάω σιγανά.
Έχεις ταλέντο στο να λες αλήθεια.
Να μεγαλώσω απότομα με αναγκάζεις, 
χωρίς την θέλησή μου. 
Μα δεν θέλω να' μαι και μικρή.
Ίσως κάποτε πεθάνω σε μια κούνια, 
σαν μωρό που πνίγηκε στον ύπνο του.
Ίσως πάλι αναλωθώ άδικα, σε παιδικά παιχνίδια.
Ζηλεύω αυτούς που' χουν βρει άκρη στη ζωή τους.
Που' χαν την τύχη να γεννηθούνε παντογνώστες. 
Απ' τα γεννοφάσκια τους οδηγούν και βγάζουν τα προς τω ζην 
χωρίς διαμαρτυρία, χωρις βοήθεια.

Πώς να' ναι άραγε να κατακτάς ηπείρους ; 
Η πυξίδα μου έχει χαλάσει από καιρό..
Οι φόβοι σου, κάναν σωστά τη δουλειά τους.
Σκέφτομαι με τη σκέψη σου, ξέρω τι θα πεις πριν μιλήσεις.
Δεν έχω όρεξη για κουβέντα. Νυστάζω.
Έχω πολύ χρόνο μπροστά μου, θα μου πεις,  
μα που να βρω κουράγιο ;
Πως θα διασχίσω μόνη αυτό το μονοπάτι ;
Είμαι μικρή, πολύ μικρή. Και πώς να μεγαλώσω ;

Το παρελθόν φοράει ρούχα βαρια. Φορά κασκόλ 
και φακό κατασκήνωσης στο μέτωπο. 
Μ' ανακατεύει τα συρτάρια του νου, τα ντουλάπια 
και τ' αμπάρι . Όλα χαρτούρες και
κουβάρια.  Πολλή ακαταστασία.
Τα νήματα της μνήμης μπερδεμένα 
με χαρτιά γραφειοκρατίας και σχολικά τετράδια.
Σκίτσα του καθηγητή τάδε μαζί με ένα 0 στα λατινικά.
Δεν τα διάβασα ποτέ. Είχα καλύτερα πράγματα να κάνω.
Ο εραστής της Ντιράς μ' απασχολούσε περισσότερο.
Είχε ψυχή, μα δεν θα ήθελα κάποιον σαν αυτόν για μένα.
Είναι ψυχρός για τα γούστα μου κ η λέξη εραστής δεν μ' αρέσει.
Είναι όμως ενδιαφέρουσα ιστορία. Ασφυκτιώ όταν τη διαβάζω.
Ο χρόνος περνά γρήγορα. Ξεπερνά τις τρεις διαστάσεις.

Λες να μην κοιτώ το παρελθόν μα κ εσύ δεν πας πίσω.
Όλο μ' αυτό ασχολείσαι με περίσσια προσήλωση.
Αναρωτιέμαι προς τι τόση αφοσίωση. 
Εσύ, λες, κοιτούσες πάντα μπροστά. 
Μα πως να κοιτάξεις μπροστά χωρίς το πίσω ;
Οι εμπειρίες λες είναι το παν. 
Μα δεν χρειάζεται να μου το λες συνέχεια. 
Το έχω πλέον εμπεδώσει.
Τρύπωσες στην συνείδησή μου,
κάθε τόσο μιλάς με τη φωνή της. 
Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα. 
Μην τ' ακουμπάς άλλο. Πονάνε.

Είναι αργά. Λέω ν' αποσυρθώ. Μή σε κουράζω.
Το λένε εξ΄ άλλου πως οι συγγενείς πρώτου 
βαθμού επικοινωνούν με τηλεπάθεια.
Είμαι μικρή, πολύ μικρή και δεν θα μεγαλώσω.
Πού να τις βάλω άλλωστε τόσες ευθύνες. 
Δεν έχω χώρο στο σπίτι μου γι' αυτές. 
Δεν τις θέλω. Τις φοβάμαι. 
Αισθάνομαι απειλή στο κοίταγμά τους.

Μα εσύ μου πιπιλάς το νου, 
σαν να' ναι καραμέλα.
Να' ξερες μόνο, πόσος χρόνος πάει χαμένος 
με τόσες αχρείαστες συμβουλές. 
Οι ώρες αθάνατες περνούν μα πεθαίνουν
και εσύ κοιμάσαι κάθε που σου μιλώ για μένα, 
γιατί, όπως λες, γνωρίζεις τι θέλω και ποια είμαι…
Μόνο μου υπαγορεύεις τι να σκέφτομαι.
Ποιο το σωστό, ποιο το λάθος και ποια τα πρέπει..
Οπότε ποιος ο λόγος να μιλάμε ; 

Πες μου εσύ που είσαι παντογνώστης.
Δώσε μου μια απάντηση για όλα.
Εσύ έζησες πολύ. ξέρεις τα πάντα. 
Είμαι μικρή, πολλή μικρή. Δεν θες να μεγαλώσω.
Θα μείνω εδώ γαντζωμενη στα πόδια σου.
Ένα κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο 
στην πρώτη τάξη. Αρνούμαι να μάθω 
να διαβάζω μόνη. Κι εσύ, μια μου δείχνεις το πως,
μια όχι και μια ίσως...




















Άτιτλο


Έζησα χρόνια στο παρελθόν.
Τό παρόν ήταν μεσα στο κουτί με τα μπισκότα, στο πάνω ράφι.
Αμυδρή είναι η διαφορά ανάμεσα στο απτό και το άπιαστο 
Φορές φορές, δεν ξεχωρίζουν οι ελπίδες απ' τα νέφη.
Δεν ξέρω πώς μιλά κανείς για το ταξίδι της ενηλικίωσης
κι ούτε πού κρύβονται οι λέξεις κάθε φορά που τις χρειάζομαι ...








  

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Μια φορά και έναν καιρό...



 ..."Δεν έχω μάθει σε τόση ευτυχία" μου' πες 
 ένα βράδυ με φεγγάρι κι ύστερα έφυγες. Ξεχάστηκες. 
 Μαζί με 'σένα ξεχάστηκε και η ευτυχία.
 Αποφάσισε να πάει μόνη της διακοπές στο βουνό αφού 
 δεν ήταν πια χρήσιμη, αφού κανείς μας δεν την ήθελε 
 ούτε την θέλησε αργότερα…
 Όταν μια μέρα περνούσα απ΄το σπίτι της και τη φώναξα
 εκείνη δε μ' απάντησε. Δεν έτρεξε να με φιλέψει γλυκό κεράσι
 ούτε σύκα από τον κήπο της. Κανείς μας δεν αναρωτήθηκε τότε 
 που βρισκόταν, ούτε νoιάστηκε να μάθει αν ήταν καλά. 
 Αν χρειαζόταν σιρόπι για τον βήχα ή καραμέλες για το λαιμό.
 Είχε να δώσει σημεία ζωής για μήνες βλέπεις…
 Για να μην πω ότι της κακιώσαμε κιόλας που δεν εμφανιζόταν 
 πια στον ύπνο μας, έστω για λίγο...

 Κι ύστερα ήρθε εκείνη η χειμωνιάτικη νύχτα χωρίς πανσέλινο. 
 Δίχως αστέρια, μαύρη σαν πίσσα. Βγήκα απ'το σπίτι 
 τρέχοντας να προλάβω ένα ταξί που έτρεχε σαν τρελό, μ' έναν
 γρουσούζη οδηγό που δεν έλεγε να μ' αμακούσει σαν του φώναξα. 
 Φυσούσε και κρύωνα, έπρεπε να φτάσω στο λιμάνι στην ώρα μου.
 Η βροχή δυνάμωσε. Η ομπρέλα μου διαλύθηκε. Ήθελα να τελειώσει 
 αυτή η ιστορία, μ' είχε κουράσει. Ήθελα μια στάλα απο φως. 

 Περπάτησα μέχρι το κοντινότερο φανάρι, ενώ η καταιγίδα είχε 
 αρχίσει να σωπαίνει. 
 Κάτω απ' το φανοστάτη καθόταν ένας κακομούτσουνος ανθρωπάκος
 και δίπλα του ένα πλάσμα αέρινο, να του κρατά το χέρι. 
 Και ξάφνου... Τη γνώριζα αυτή τη νεαρή την ανοιξιάτικη φορεσιά. 
 Ήταν η χαμένη ευτυχία μας, αυτή με το γλυκό του κουταλιού και 
 το σιρόπι για το βήχα...
 "Γιατί αυτόν κι όχι εμένα"; φώναξα …
 "Γιατί αυτός με φώναξε όταν δεν μπορούσα πια ν' ακούσω, 
 με κοίταξε όταν δεν μπορούσα πια να δω, με φίλεψε απ' το πιάτο 
 του όταν πείνασα και μ' έψαξε όταν πίστεψα πως όλα ήταν πια 
 για μένα ένα κακό αστείο"…






                         



Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

...Κι ήθελα να'μουν δική σου εκείνο το βράδυ.


...Κι ήθελα να'μουν δική σου εκείνο το βράδυ. 
Το σκοτάδι έλαμπε γεμάτο ελπίδες κι αυταπάτες ονείρων 
και συμβατικών λέξεων. 
Τα μάτια σου μου' παν "ναι" για μια στιγμή
κι ύστερα σώπασαν. 
Αργότερα σώπασες κι εσύ ενώ οι άλλοι μιλούσαν.
Και μείναμε έτσι. Αιώνια. Δυο σταγόνες συγκίνησης πλάι- πλάι.
Κι ήθελα να'μουν δική σου εκείνο το βράδυ. 
Κι ήμουν δική σου πριν μ' αγγίξεις...